βοτανολόγοι

βοτανολόγοι
βοτανολόγος
gatherer of herbs
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • HERBA — antiquis Ferba, a φέρβη Aeolico, pro φορβὴ, Hebr. boum enim pabulum est. Dan. c. 4. v. 32. herbâ, ut boves, te cibabunt. Et v. 33. Herbam, boum instar, comedebat. Vide Sam. Bochart. Hieroz. Parte prior. l. 11. c. 31. Sed et priscis Aegyptiis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κομάροφ, Βλαντιμίρ Λεόντγιεβιτς — (Vladimir Leontyevich Komarov, Αγία Πετρούπολη 1869 – 1945). Ρώσος βοτανολόγος και γεωγράφος. Διετέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ. Ασχολήθηκε με τη μορφολογία, με την ιστορία της βοτανικής και με τη χλωρίδα της κεντρικής και …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • ανακατατάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος 1. κατατάσσω ξανά ή ακριβέστερα: Οι βοτανολόγοι ανακατάταξαν τα τελευταία χρόνια αρκετά φυτά. 2. κατατάσσομαι εκούσια ξανά στο στρατό: Ανακατατάχθηκε ως έφεδρος αξιωματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”